- ἀμυνομένων
- ἀμῡνομένων , ἀμύνωkeep offpres part mp fem gen plἀμῡνομένων , ἀμύνωkeep offpres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρτερούντως — (Α) επίρρ. με καρτερία, καρτερικά, θαρραλέα («παρατεταγμένως καὶ καρτερούντως ἀμυνομένων τὴν τύχην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. καρτερῶν, οῦντος (καρτερῶ), πρβλ. αρκ ούντως] … Dictionary of Greek
κευθμός — ο (Α κευθμός) [κεύθω] νεοελλ. αμυντική διάταξη τών τάφρων τών οχυρών για προφύλαξη τών αμυνομένων αρχ. κευθμών*, κρύπτη, κρυψώνας, σπηλιά … Dictionary of Greek
πλαγιοφύλαξη — η, Ν στρ. α) η φύλαξη, κατά τη διάρκεια μάχης, τών πλευρών τής μαχόμενης δύναμης, η οποία επιτυγχάνεται κυρίως με τη χρήση πυρός β) (στην οχυρωτική) η κατάλληλη χάραξη τών έργων, λ.χ. χαρακωμάτων, έτσι ώστε τα πυρά τών αμυνομένων να ελέγχουν τους … Dictionary of Greek
Αγγλίας, μάχη της- — (8 Αυγούστου – 31 Οκτωβρίου 1940). Αεροπορικές συγκρούσεις των επιτιθέμενων Γερμανών και των αμυνόμενων Άγγλων, στον ουρανό της Βρετανίας … Dictionary of Greek
Βακά — Αρχαίο φρούριο στην Κιλικία, χτισμένο πάνω σε ψηλό λόφο, που κυριεύτηκε από τον στασιαστή Αρμένιο αρχηγό Λεβούνη, στα χρόνια του Ιωάννη Β’ Κομνηνού (1118 43). Ο Ιωάννης εκστράτευσε εναντίον του και πολιόρκησε στενά το φρούριο, το οποίο κυρίευσε… … Dictionary of Greek